- άνοδος
- Το θετικό ηλεκτρόδιο ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου, θερμοηλεκτρονικής λυχνίας και γενικά κάθε διάταξης μέσα στην οποία περνά ηλεκτρικό ρεύμα από ένα υγρό ή αέριο.
* * *(I)άνοδος, -ον (Α)ο τόπος που δεν έχει δρόμο ή πέρασμα.————————(II)η (AM ἄνοδος)1. ανάβαση σ' έναν τόπο, πορεία προς τα άνω («ἡ εἰς τὸν νοητὸν τόπον τῆς ψυχῆς ἄνοδος»Πλάτων)2. η ανύψωση της στάθμης ενός υγρούνεοελλ.1. (για τη θερμοκρασία ή τις τιμές) ύψωση, ανέβασμα2. πρόοδος, βελτίωση3. ανάρρηση σε θρόνο ή σε κάποιο υψηλό αξίωμααρχ.1. πορεία από τα παράλια προς το εσωτερικό μιας χώρας («ἄνοδος παρὰ βασιλέα» — πρβλ. «Κύρου ἀνάβασις» Ξεν.)3. ανηφοριά, πλαγιά ενός υψώματος.
Dictionary of Greek. 2013.